- όμιλος
- ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος)συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ' ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.)νεοελλ.1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος»)2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα («όμιλος Λάτση»)αρχ.1. πλήθος μαχητών, σύνολο οπλιτών, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς2. όχλος, ασύντακτο πλήθος («τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδῶν ὁ πλεῑστος», Πίνδ.)3. λαός4. (πάντα σε συνεκφορά με έναν ναυτικό προσδιορισμό) στόλος («ναύταν οὑκέθ' ὁρων ὅμιλον», Ευρ.)5. τα άτομα που συγκρούονται σε μάχη6. θόρυβος, βοή7. φρ. α) «ψιλὸς ὅμιλος» — οι άτακτοι και οι εύζωνοι, σε αντιδιαστολή προς τους οπλίτεςβ) «πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ» — στην πρώτη γραμμή τής μάχης.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. ὁμός, με σπάνιο επίθημα -ῑλος (πρβλ. μαρ-ῑλη, πέδ-ῑλον, στρόβ-ῑλος). Ανάλογος είναι και ο σχηματ. τής λ. ἅμιλλα* (< ἅμα). Η λ. ὅμιλος συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. sam-ĩka- «μάχη, αγώνας», ενώ η σύνδεση της με το λατ. miles «στρατιώτης» δεν θεωρείται πιθανή. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. είναι σύνθ. < ὁμ(ο)*- + ἴλη «τμήμα στρατού». Η άποψη αυτή, ωστόσο, προσκρούει σε δυσχέρειες, τόσο μορφολογικές, λόγω τής ύπαρξης αρκτικού F- στη λ. ἴλη*, όσο και σημασιολογικές, αφού μία τέτοια ετυμολόγηση τής λ. θα περιόριζε τη σημ. της σε «συγκεντρωμένο στρατιωτικό σώμα». Για τους τ., τέλος, ὀμίλλω, ὄμιλλος επικρατέστερη είναι η άποψη ότι είναι υπεραιολισμοί.ΠΑΡ. ομιλία, ομιλώαρχ.ομιλαδόν.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απροσόμιλος, δρακονθόμιλος, δυσόμιλος, εξόμιλος, ευόμιλος, ευπροσόμιλος, καχόμιλος, συνόμιλος].
Dictionary of Greek. 2013.